Έμιλυ Μπροντέ, η συγγραφέας του κλασικού βιβλίου "Ανεμοδαρμένα Ύψη". Τα δυστυχισμένα παιδικά χρόνια και ο πρόωρος θάνατος.
Η Έμιλυ Μπροντέ γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1818 στο Θόρντον, κοντά στο Μπράντφορντ στο Γιορκσάιρ. Ήταν η πέμπτη από έξι παιδιά, μεταξύ των οποίων ήταν η Άννα και η Σαρλότ Μπροντέ, που και οι δύο έγιναν συγγραφείς.
Παιδικά χρόνια
Όταν η Έμιλυ ήταν έξι ετών, η οικογένεια Μπροντέ μετακόμισε σ' ένα χωριό, το Haworth, το οποίο υπήρξε έμπνευση αργότερα για τα γραπτά της.
Λίγο μετά τη μετακόμιση, η μητέρα της Έμιλυ πέθανε και τα κορίτσια στάλθηκαν σ' ένα θρησκευτικό σχολείο στη γέφυρα Cowen. Ήταν μια τραυματική εμπειρία, καθώς οι αδελφές βρήκαν το σχολείο σκληρό και αντιπαθητικό. Αυτή η σχολική εμπειρία ενσωματώθηκε στην "Τζέιν Έυρ" της Σαρλότ Μπροντέ.
Κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας τύφου, δύο από τις αδερφές της Έμιλυ, (η Μαρία και Ελίζαμπεθ), πέθαναν από την ασθένεια. Λίγο μετά η Έμιλυ επέστρεψε στο σπίτι της όπου εκπαιδεύτηκε από τον πατέρα και τη θεία της. Για μια σύντομη περίοδο, όταν ήταν 17 ετών, η Έμιλυ πήγε στο σχολείο θηλέων του Roe Head, όπου η Σαρλότ ήταν δασκάλα. Αλλά, λόγω νοσταλγίας, σύντομα επέστρεψε στο σπίτι της.
Η ζωή της ως ενήλικη.
Οι αδελφές ήλπιζαν μια μέρα να ιδρύσουν το δικό τους σχολείο, αν και αυτό ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Όμως, για να αποκτήσει εμπειρία, η Έμιλυ έγινε δασκάλα στο Halifax τον Σεπτέμβριο του 1838. Ωστόσο, μετά από μερικούς μήνες, επέστρεψε στο Haworth. Εκτός από μια σύντομη παραμονή σε μια ακαδημία κοριτσιών στο Βέλγιο, η Έμιλυ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο Haworth, όπου επικεντρώθηκε σε οικιακά καθήκοντα φροντίζοντας την οικογένειά της. Όπως και ο πατέρας της, φέρεται να προτιμούσε την ήσυχη κι απονομονωμένη ζωή. Η ιδιωτική της ζωή αναμφισβήτητα δυσκολεύτηκε εξαιτίας του αδερφού της, Μπράνγουελ, που υπέφερε από διακυμάνσεις της διάθεσης, που επηρεάστηκαν από την τοξικομανία και το αλκοόλ. Ο Μπράνγουελ πέθανε το 1848, λίγο πριν την Έμιλυ.
(Οι αδερφές Μπροντέ από τον αδερφό τους, Μπράνγουελ)
Από νεαρή ηλικία, η Έμιλυ άρχισε να γράφει εμφανίζοντας μια ζωντανή φαντασία. Τα πρώιμα γραπτά της ήταν σε συνεργασία με τα αδέρφια της για έναν φανταστικό κόσμο (Gondal saga). Από αυτήν την περίοδο διασώζονται μόνο αποσπάσματα. Συνέχισε να γράφει καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της, αν και έγινε όλο και πιο ιδιωτική υπόθεση. Αρχικά δεν της άρεσε η ιδέα της δημοσίευσης των ποιημάτων της, παρότι είχε πεισθεί ότι οι αδελφές της που είχαν γράψει παρόμοια ποιήματα. Το 1846, οι τρεις αδελφές Μπροντέ δημοσίευσαν μια συλλογή από ποιήματα κάτω από τα ψευδώνυμα Κάρρορ Μπελ (Σαρλότ), Έλλις Μπελ (Έμιλυ) και Άκτον Μπελ (Άννα). Το γεγονός ότι επέλεξαν ανδρικά ονόματα δείχνει ότι ήθελαν να αποφύγουν την προκατάληψη που υφίσταντο οι γυναίκες συγγραφείς. Εκείνη την εποχή, ήταν σπάνιο να δημοσιεύουν τα έργα τους γυναίκες συγγραφείς.
Το 1847, δημοσίευσε το μοναδικό της μυθιστόρημα "Ανεμοδαρμένα Ύψη". Βασισμένο στο ανεμοδαρμένο Haworth, είναι μια ισχυρή ιστορία αγάπης, μίσους, θλίψης και θανάτου. Αργότερα έγινε ένα από τα κλασικά μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας, όμως τότε απέσπασε μικτές κριτικές. Το 1850, η αδελφή της Σαρλότ αναδημοσίευσε το βιβλίο υπό το πραγματικό όνομα της Έμιλυ. Αδύναμη καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της, η Έμιλυ αρρώστησε σοβαρά το φθινόπωρο του 1848. Λίγο μετά την κηδεία του αδελφού της, έπιασε ένα σοβαρό κρυολόγημα και,καθώς αρνήθηκε ιατρική βοήθεια, πέθανε στις 19 Δεκεμβρίου 1848, όταν ήταν μόλις 30 ετών.Η Έμιλυ Μπροντέ άφησε λίγα κείμενα που αναφέρονται στον εαυτό της. Συχνά, τα ποιήματα και τα μυθιστορήματά της έχουν κριθεί ως αυτοβιογραφικές συμβουλές. Ωστόσο, είναι δύσκολο να εξακριβωθεί πλήρως ποια ποίηματα είναι απλά φαντασία και που σχετίζονται με ένα μέρος του χαρακτήρα της. Τα κείμενά της έχουν συμπεριληφθεί στην περίοδο του ρομαντισμού. Κυμαίνονται από έντονες υπενθυμίσεις της σκληρότητας της ζωής, της δυνητικής ομορφιάς, της δύναμης της αγάπης και της μυστικιστικής δύναμης της φύσης.
Παιδικά χρόνια
Όταν η Έμιλυ ήταν έξι ετών, η οικογένεια Μπροντέ μετακόμισε σ' ένα χωριό, το Haworth, το οποίο υπήρξε έμπνευση αργότερα για τα γραπτά της.
Λίγο μετά τη μετακόμιση, η μητέρα της Έμιλυ πέθανε και τα κορίτσια στάλθηκαν σ' ένα θρησκευτικό σχολείο στη γέφυρα Cowen. Ήταν μια τραυματική εμπειρία, καθώς οι αδελφές βρήκαν το σχολείο σκληρό και αντιπαθητικό. Αυτή η σχολική εμπειρία ενσωματώθηκε στην "Τζέιν Έυρ" της Σαρλότ Μπροντέ.
Κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας τύφου, δύο από τις αδερφές της Έμιλυ, (η Μαρία και Ελίζαμπεθ), πέθαναν από την ασθένεια. Λίγο μετά η Έμιλυ επέστρεψε στο σπίτι της όπου εκπαιδεύτηκε από τον πατέρα και τη θεία της. Για μια σύντομη περίοδο, όταν ήταν 17 ετών, η Έμιλυ πήγε στο σχολείο θηλέων του Roe Head, όπου η Σαρλότ ήταν δασκάλα. Αλλά, λόγω νοσταλγίας, σύντομα επέστρεψε στο σπίτι της.
Η ζωή της ως ενήλικη.
Οι αδελφές ήλπιζαν μια μέρα να ιδρύσουν το δικό τους σχολείο, αν και αυτό ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Όμως, για να αποκτήσει εμπειρία, η Έμιλυ έγινε δασκάλα στο Halifax τον Σεπτέμβριο του 1838. Ωστόσο, μετά από μερικούς μήνες, επέστρεψε στο Haworth. Εκτός από μια σύντομη παραμονή σε μια ακαδημία κοριτσιών στο Βέλγιο, η Έμιλυ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο Haworth, όπου επικεντρώθηκε σε οικιακά καθήκοντα φροντίζοντας την οικογένειά της. Όπως και ο πατέρας της, φέρεται να προτιμούσε την ήσυχη κι απονομονωμένη ζωή. Η ιδιωτική της ζωή αναμφισβήτητα δυσκολεύτηκε εξαιτίας του αδερφού της, Μπράνγουελ, που υπέφερε από διακυμάνσεις της διάθεσης, που επηρεάστηκαν από την τοξικομανία και το αλκοόλ. Ο Μπράνγουελ πέθανε το 1848, λίγο πριν την Έμιλυ.
(Οι αδερφές Μπροντέ από τον αδερφό τους, Μπράνγουελ)
Από νεαρή ηλικία, η Έμιλυ άρχισε να γράφει εμφανίζοντας μια ζωντανή φαντασία. Τα πρώιμα γραπτά της ήταν σε συνεργασία με τα αδέρφια της για έναν φανταστικό κόσμο (Gondal saga). Από αυτήν την περίοδο διασώζονται μόνο αποσπάσματα. Συνέχισε να γράφει καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της, αν και έγινε όλο και πιο ιδιωτική υπόθεση. Αρχικά δεν της άρεσε η ιδέα της δημοσίευσης των ποιημάτων της, παρότι είχε πεισθεί ότι οι αδελφές της που είχαν γράψει παρόμοια ποιήματα. Το 1846, οι τρεις αδελφές Μπροντέ δημοσίευσαν μια συλλογή από ποιήματα κάτω από τα ψευδώνυμα Κάρρορ Μπελ (Σαρλότ), Έλλις Μπελ (Έμιλυ) και Άκτον Μπελ (Άννα). Το γεγονός ότι επέλεξαν ανδρικά ονόματα δείχνει ότι ήθελαν να αποφύγουν την προκατάληψη που υφίσταντο οι γυναίκες συγγραφείς. Εκείνη την εποχή, ήταν σπάνιο να δημοσιεύουν τα έργα τους γυναίκες συγγραφείς.
Το 1847, δημοσίευσε το μοναδικό της μυθιστόρημα "Ανεμοδαρμένα Ύψη". Βασισμένο στο ανεμοδαρμένο Haworth, είναι μια ισχυρή ιστορία αγάπης, μίσους, θλίψης και θανάτου. Αργότερα έγινε ένα από τα κλασικά μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας, όμως τότε απέσπασε μικτές κριτικές. Το 1850, η αδελφή της Σαρλότ αναδημοσίευσε το βιβλίο υπό το πραγματικό όνομα της Έμιλυ. Αδύναμη καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της, η Έμιλυ αρρώστησε σοβαρά το φθινόπωρο του 1848. Λίγο μετά την κηδεία του αδελφού της, έπιασε ένα σοβαρό κρυολόγημα και,καθώς αρνήθηκε ιατρική βοήθεια, πέθανε στις 19 Δεκεμβρίου 1848, όταν ήταν μόλις 30 ετών.Η Έμιλυ Μπροντέ άφησε λίγα κείμενα που αναφέρονται στον εαυτό της. Συχνά, τα ποιήματα και τα μυθιστορήματά της έχουν κριθεί ως αυτοβιογραφικές συμβουλές. Ωστόσο, είναι δύσκολο να εξακριβωθεί πλήρως ποια ποίηματα είναι απλά φαντασία και που σχετίζονται με ένα μέρος του χαρακτήρα της. Τα κείμενά της έχουν συμπεριληφθεί στην περίοδο του ρομαντισμού. Κυμαίνονται από έντονες υπενθυμίσεις της σκληρότητας της ζωής, της δυνητικής ομορφιάς, της δύναμης της αγάπης και της μυστικιστικής δύναμης της φύσης.
Πηγές
http://www.biographyonline.net/writers/emily-bronte.html


Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου